Η Εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φιλοτεχνήθηκε κατά τα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα. Επειδή οι πρόσφυγες κατά την βίαιη έξοδό τους από την αλησμόνητη πατρίδα δεν μπόρεσαν να συμπαραλάβουν το ιερό κειμήλιο, μια ολιγομελής ομάδα Σαρανταεκκλησιωτών με επικεφαλής τον Δ. Καβάφη επέστρεψε μετά από 4 ή 5 χρόνια αναζητώντας την εικόνα για να την μεταφέρει στη νέα διαμονή της. Τότε διαπίστωσαν ότι ο Ναός είχε καταστραφεί και η εικόνα χρησιμοποιούνταν ως σκέπαστρο πηγαδιού στο περιβόλι του τοπικού άρχοντα. Με την καταβολή 100 χρυσών λιρών τους δόθηκε η άδεια να την παραλάβουν και να την μεταφέρουν στην Ελλάδα. Με πολλούς κινδύνους αλλά και θερμή πίστη η Εικόνα έφτασε, συντηρήθηκε και εγκαταστάθηκε με δοξολογίες, δεήσεις και αγρυπνίες αρχικά στον παλαιό μικρό Ναό και αργότερα στον Κεντρικό νέο Ναό. Έκτοτε οι ενορίτες και οι προσκυνητές τιμούν και ευλαβούνται την Ιερά Εικόνα, καταφεύγοντας στην Χάρη Της σε κάθε δύσκολη περίσταση της ζωής.